ἀρκέσει

ἀρκέσει
ἄρκεσις
help
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀρκέσεϊ , ἄρκεσις
help
fem dat sg (epic)
ἄρκεσις
help
fem dat sg (attic ionic)
ἀρκέω
ward off
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀρκέω
ward off
fut ind mid 2nd sg
ἀρκέω
ward off
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • αρκώ — εσα, έστηκα, συνήθως εύχρηστο (στην ενεργ. φωνή) στο γ εν. πρόσ. αρκεί είναι αρκετό, φτάνει, σώνει, δε χρειάζεται άλλο ή συνέχεια: Φοβούμαι πως το νερό που παίρνουμε δε θ αρκέσει. Το μέσ. αρκούμαι είμαι ικανοποιημένος, δεν έχω περισσότερες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”